- εὐτολμίας
- εὐτολμίᾱς , εὐτολμίαcouragefem acc plεὐτολμίᾱς , εὐτολμίαcouragefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεύση — Μία από τις αισθήσεις, που επιτρέπει να γίνονται αντιληπτοί οι γευστικοί ερεθισμοί όταν διάφορες ουσίες μπαίνουν στο στόμα. Θεμελιώδη όργανα της γ. είναι οι γευστικοί κάλυκες της γλώσσας και του βλεννογόνου της στοματικής κοιλότητας. Τα όργανα… … Dictionary of Greek
πάμπιστος — πάμπιστος, ον (ΑΜ) 1. απολύτως πιστός, τελείως αφοσιωμένος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάμπιστον πλήρης απόδειξη («οὐκ εἴληφας τὸ πάμπιστον ἡμῶν τῆς εὐτολμίας», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + πιστός] … Dictionary of Greek